Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Η βία είναι ίδια
Ζούμε χρόνια παρακμής και ευτελισμού της λογικής και των αισθημάτων. Χρόνια περίεργα, που κραταιές ιδεολογίες έχουν φθαρεί τόσο, που σέρνονται πάνω σε απολιθωμένα οχήματα πολιτικής τέχνης. Χρόνια που πλημμύρισαν βία, ανείπωτη βία, τους δρόμους και τις πλατείες. Που πολιτικές παρατάξεις και οπαδοί κομμάτων αποτελούν υποχείρια εμφύλιας διαμάχης. Μιας πολιτικής που για ιδιοτελή συμφέροντα έχει λησμονήσει τα διδάγματα του εμφυλίου σπαραγμού που σακάτεψε τη χώρα μας. Που μέσα στη Δημοκρατία χωρίζει πάλι τους πολίτες σε κατηγορίες Όλα αυτά σε μια κοινωνία που έχει ξεχάσει πως η βία είναι ίδια, από όπου και αν προέρχεται, ο, τι χρώμα και αν είναι βαμμένη. Που δεν θυμάται ότι το αίμα έχει το ίδιο χρώμα σε αριστερούς και δεξιούς και ότι ο φόνος δεν εξαγνίζεται ο, τι ιδεολογία και αν φοράει.. Που έχει λησμονήσει ο, τι οι μανάδες το ίδιο πονάνε και μοιρολογούν πάνω στους τάφους των παιδιών τους και δεν χωρίζονται τα κλάματα με χρώματα και πολιτικές απόψεις. Μια πολιτική που δικαιώνει το Μπακούνιν που φώναζε ότι: « ο εξουσιασμός μπορεί ν’ αναδυθεί από παντού, άρα και από το χώρο των ριζικών αρνητών του, δηλαδή από τους αναρχικούς και τους αντιεξουσιαστές. Γι’ αυτό πρέπει να καταδικάζεται, αμέσως μόλις γεννιέται, ακόμη και αν είναι ενδεδυμένος «επαναστατικά και αναρχικά»…

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

δια σιγής υμνούμεν...





Δια σιγής υμνούμεν


Φεύγαμε μακριά, από τις τηλεοπτικές οθόνες, να ξεμουδιάσουμε λίγο από τη στείρα πολιτική αντιπαράθεση του δελτίου ειδήσεων, όταν ένα μαγιάτικο ψιλοβρόχι ράντισε τα πρόσωπά μας. Πορευόμαστε προς το κάστρο, όταν την είδαμε κει χάμω, μπροστά στις σκάλες της Υπαπαντής, απέναντι από τους μαρμαρωμένους πεντεδέκα μαυρόασπρους δεσποτάδες, ν’ ανεβαίνει προς το « Ωδείο» κουνώντας τα χέρια της σαν να μάζευε το ανύπαρκτο ηλιοβασίλεμα. Ξεμείναμε να κοιτάμε. Δεν υπήρχαν μαγαζιά και καφενεία ολόγυρα, μόνο κάτι μισοσκότεινα σπίτια που ανασαίνανε στις αυλές τους γυναικόπαιδα και μυρίζανε πατσουλιά με βρεμένες πάνες μωρών. Είπαμε ν’ ακολουθήσουμε τα βήματά της, μα κοντοσταθήκαμε, χωρίς λόγο, ακούγοντας το παραπονιάρικο ήχο μιας δεκοχτούρας που δεν βλέπαμε. Γυρίζοντας πίσω αργά, νιώσαμε τη μαγιάτικη βροχή που είχε περονιάσει τα κόκαλά μας και, ενώ τα φώτα της πόλης μάκραιναν στη σκέψη μας, ο απόηχος μίας ιεροπρεπούς υμνωδίας θύμισε ότι « δια σιγής υμνούμεν » το λατρευτικό πόθο της πρώιμης άνοιξης…

Απολογία

Παρά τα γεγονότα, μην νομίζετε ότι θ’ αλλάξει τίποτα. Εγώ, τουλάχιστον, παραμένω με τις ίδιες ιδέες, μόνιμος αρνητής, απέναντι στην, απαράλλαχτα ίδια με τη προηγούμενη, «κλαδική» των «αγωνιστών» που θα ελέγχουν πάλι τα πράγματα. Άλλωστε, ήδη, διακρίνονται οι νέοι «ιστορικοί» ηγέτες της παράταξης και οι παραταξιακοί άρχοντες που ορίστηκαν να καταμετρούν τα όνειρά μας και να τιθασεύουν τις ελπίδες μας. Μένουν τα ίδια μέσα μαζικής καθυπόταξης να τρυπούν σαν αγκάθια το μυαλό μας. Παραμένουν οι ίδιοι μηχανισμοί καταστολής για να ταξινομούν τη τρέλα της ομιλίας και τα γραφόμενά μας, τα κόκκινα μάτια της αϋπνίας μας, την « ύβρη» των λόγων και των πράξεών μας. Μετά, αν τύχη και σιωπήσεις πάλι ή κρυφτείς πίσω από καμιά πλαστική σημαία ή το διορισμό στο δημόσιο ενός συγγενή σου, τότε όλοι αυτοί θα καμαρώνουν για τη ανάνηψή σου γιατί δίκαιοι ήσαν και εξυπνάκηδες αβανταδόροι και να τώρα, που δικαιώθηκαν, πως πηδάνε τα κούρση τους πάνω στο νυφικό σου κρεβάτι…

Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Ωσάν κανίβαλοι !
Στα λίγα χρόνια που πέρασαν, καταφέραμε, ωσάν κανίβαλοι μιας γης που δεν μας ανήκε, σκάβοντας, καίγοντας, χτίζοντας, ρυπαίνοντας, καταπατώντας, να φτιάξουμε τούτη την νέα Ελλάδα τον μεγαλοεργολάβων και νταβατζήδων, των κερδοσκόπων και τοκογλύφων το επάγγελμα. Μια χώρα παρασιτική, που έχει καταντήσει ο μεγάλος "καρνάβαλος" της Ευρώπης, ανίκανη να συντηρήσει αξίες και οράματα. Που έχει καταντήσει να μην παράγει τίποτε και να επιβιώνει καταστρέφοντας και εκποιώντας, έπ’ αμοιβή, τη φυσική και πολιτιστική της κληρονομιά. Μια χώρα που ντρέπεται να δείξει τη ταυτότητά της και ηθελημένα πνίγεται στο σκουπιδαριό και τις πλαστικές συσκευασίες των ονείρων της. Μια χώρα που καθοδηγείται στη πορεία της από στρατιές συνταξιούχων, δημοσίων υπαλλήλων, και κομματικών αρλεκίνων. Μία χώρα που εγκαταλείποντας κάθε έννοια αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού μάχεται να μεταβάλει τη νέα γενιά της, σε επαίτες του τραπεζικού συστήματος, σε υπηρέτες αλλοδαπών. Που επιχειρεί και θέλει να μεταβληθεί, ολοκληρωτικά, σε γηροκομείο και θέρετρο αναψυχής απομάχων ρωμαϊκών λεγεώνων, βουλιάζοντας μες τα τσιμέντα, τα γήπεδα γκολφ, τα φαγάδικα, και τα τζιπ μικρού ή μεγάλου κυβισμού. Μια χώρα που τώρα ζει, στο Μεσαίωνα, την ιστορία της παρακμής της.